Η διατροφή επηρεάζει τα είδη των βακτηρίων που ζουν στο έντερο.
Αυτά τα βακτήρια συνδέονται με πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία, συμπεριλαμβανομένου του γλυκαιμικού ελέγχου, ο οποίος είναι σημαντικός για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, την ανοσολογική απόκριση και τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Επιστήμονες μελέτησαν τις επιδράσεις των βοτάνων και των μπαχαρικών – συμπεριλαμβανομένης της κανέλας, του τζίντζερ, του κύμινου και του κουρκουμά–, καθώς και των φιστικιών, στο μικροβίωμα του εντέρου σε δύο ξεχωριστές μελέτες.
Διαπίστωσαν ότι τα φιστίκια, καθώς και τα βότανα και τα μπαχαρικά, αύξησαν τα επίπεδα ορισμένων βακτηρίων του εντέρου μετά από μόλις 4 έως 6 εβδομάδες προσθήκης τους σε μια τυπική διατροφή.
Τα βακτήρια του εντέρου τρέφονται με τρόφιμα που είναι πλούσια σε φυτικές ίνες. Η έρευνα δείχνει επίσης ότι τα βότανα και τα μπαχαρικά με υψηλή περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες -χημικές ουσίες με αντιοξειδωτικές ιδιότητες- μπορούν να επηρεάσουν τη σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου.
Για να διερευνήσουν τις επιδράσεις των βοτάνων και των μπαχαρικών στο μικροβίωμα, οι ερευνητές στρατολόγησαν 54 ενήλικες με μέση ηλικία 45 ετών. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν παχύσαρκοι ή υπέρβαροι και είχαν τουλάχιστον ακόμη ένα παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως αυξημένη γλυκόζη ή τριγλυκερίδια.
Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν την ίδια δίαιτα για τέσσερις εβδομάδες σε συνδυασμό με μία από τις εξής τρεις δόσεις μπαχαρικών και βοτάνων: 0,5 γραμμάρια την ημέρα, 3,3 γραμμάρια την ημέρα ή 6,6 γραμμάρια την ημέρα.
Οι συμμετέχοντες κατανάλωναν και τις τρεις ποσότητες βοτάνων και μπαχαρικών για τέσσερις εβδομάδες, ενώ μεσολάβησαν δύο εβδομάδες αποχής. Τα μπαχαρικά περιελάμβαναν κανέλα, τζίντζερ, κύμινο, κουρκουμά, δεντρολίβανο, ρίγανη, βασιλικό και θυμάρι.
Παρείχαν δείγματα κοπράνων στην αρχή της μελέτης και στο τέλος κάθε περιόδου δίαιτας. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση 3,3 γραμμαρίων ή 6,6 γραμμαρίων βοτάνων ή μπαχαρικών την ημέρα αύξησε τα επίπεδα των βακτηρίων Ruminococcaceae. Τα υψηλότερα επίπεδα βακτηρίων Ruminococcaceae παρατηρήθηκαν μεταξύ εκείνων που κατανάλωναν τα υψηλότερα επίπεδα βοτάνων και μπαχαρικών.
Σε άλλη μελέτη, οι ερευνητές στρατολόγησαν 50 ενήλικες που είχαν αυξημένα επίπεδα γλυκόζης νηστείας και ήταν είτε υπέρβαροι είτε παχύσαρκοι. Ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να καταναλώνουν είτε 28 γραμμάρια φιστίκια, είτε κράκερ και τυρί κάθε μέρα ως βραδινό σνακ. Όλοι οι συμμετέχοντες δοκίμασαν και τις δύο δίαιτες για έξι εβδομάδες. Οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα κοπράνων από τους συμμετέχοντες στην αρχή της μελέτης και στο τέλος κάθε διατροφικής παρέμβασης.
Διαπίστωσαν ότι όσοι έτρωγαν φιστίκια είχαν υψηλότερα επίπεδα βακτηρίων Ruminococcaceae στα δείγματα των κοπράνων τους από εκείνους που έτρωγαν κράκερ και τυρί. Σημείωσαν επίσης ότι όσοι έτρωγαν φιστίκια είχαν επίσης υψηλότερα επίπεδα βακτηρίων Roseburia από ό,τι στην αρχή της μελέτης.
Μελέτες δείχνουν ότι τα Roseburia συνδέονται με την απώλεια βάρους και τη μειωμένη δυσανεξία στη γλυκόζη.
Σύμφωνα με τη Lona Sandon, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Κλινικής Διατροφής του Ιατρικού Κέντρου Southwestern του Πανεπιστημίου του Τέξας, τα βακτήρια Ruminococcaceae αυξάνουν τα βακτήρια που παράγουν βουτυρικό, ένα λιπαρό οξύ βραχείας αλυσίδας που μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο της όρεξης, στο ενεργειακό ισοζύγιο και στη βελτίωση της γλυκόζης στο αίμα.
Το πώς τα φιστίκια και τα βότανα μπορούν να αυξήσουν την ποικιλότητα του μικροβιώματος του εντέρου δεν είναι ακόμη σαφές.
«Τα φιστίκια, εκτός από πηγή πρωτεϊνών και καλών λιπαρών, είναι επίσης πηγή φυτικών ινών. Τα βακτήρια στο έντερο τρέφονται με φυτικές ίνες. Με περισσότερες φυτικές ίνες στη διατροφή, περισσότερα βακτήρια και μεγαλύτερη ποικιλία βακτηρίων μπορούν να ευδοκιμήσουν στο έντερο», ανέφερε η Δρ. Sandon.
«Όσον αφορά τα βότανα και τα μπαχαρικά, η θεωρία είναι ότι οι πολυφαινολικές ενώσεις, οι χημικές ουσίες που βρίσκονται στα βότανα και τα μπαχαρικά, καθώς και τρόφιμα όπως το σκούρο κακάο, το κρασί, τα σταφύλια, τα μούρα και τα κεράσια, βοηθούν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος το έντερο που υποστηρίζει την ανάπτυξη μεγαλύτερης ποικιλίας βακτηρίων», πρόσθεσε.
Πηγή: Medical News Today