- Χωρίς γλουτένη
- Για χορτοφάγους
- Για vegans
- Βιολογικό
- Φυσικό προϊόν χωρίς χρωστικές
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ – ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Να μην λαμβάνεται παράλληλα με αντιπηκτικά φάρμακα, καθώς μπορεί να μειώσει τη δράση τους. Η βιταμίνη Ε σε δοσολογίες άνω των 800IU πιθανόν να ανταγωνίζεται τη δράση της βιταμίνης Κ, αυξάνοντας τον κίνδυνο αιμορραγίας, σε άτομα που ακολουθούν αντιπηκτική θεραπεία ή λαμβάνουν περιορισμένες ποσότητες βιταμίνης Κ μέσω της διατροφής τους. Η βιταμίνη K δεν είναι τοξική ακόμα και σε πολύ υψηλές δόσεις (π.χ. 135mcg ημερησίως) και η αυξημένη λήψη της δεν προκαλεί συμπτώματα στον άνθρωπο. Για τον λόγο αυτό δεν έχει καθοριστεί και ανώτατο ασφαλές όριο. Μόνο η συνθετική βιταμίνη Κ, η Κ3 (μεναδιόνη), είναι αποδεδειγμένα τοξική, καθώς σε υψηλές δόσεις προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις και αιμολυτική αναιμία, ενώ ασκεί κυτταροτοξική δράση στο ήπαρ.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ Κ
Ο όρος “βιταμίνη Κ” αναφέρεται σε μία ομάδα λιποδιαλυτών ουσιών με παρόμοια χημική δομή, που ανήκουν στην κατηγορία των ναφθοκινονών και διακρίνονται στη φυλλοκινόνη (βιταμίνη Κ1) και τις μενακινόνες (βιταμίνες Κ2). Η βιταμίνη Κ1 παράγεται από τα ανώτερα φυτά και τα φύκη, ενώ οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις της βρίσκονται στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά (σπανάκι, μαρούλι κ.ά.). Οι μενακινόνες παράγονται από ένα ευρύ φάσμα βακτηρίων, περιλαμβανομένων των ωφέλιμων βακτηρίων της εντερικής χλωρίδας του ανθρώπου. Τα περισσότερα μελετημένα μέλη αυτής της ομάδας αποτελούν η μενακινόνη-4 (ΜΚ-4) και η μενακινόνη-7 (ΜΚ-7). Πρόσφατες μελέτες έδειξαν, επίσης, ότι η MK-4 παράγεται και σε διάφορους ανθρώπινους ιστούς, από τη μετατροπή της φυλλοκινόνης που προσλαμβάνεται μέσω της διατροφής.
Παρόλο που όλες οι βιταμίνες Κ έχουν παρόμοια δράση, παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορές ως προς την απορρόφησή τους από το έντερο, την μεταφορά και τη διανομή τους στους ιστούς και τη βιοδιαθεσιμότητά τους. Έτσι, οι Κ2 [ιδίως αυτές με μακρά πλευρική αλυσίδα, όπως η μενακινόνη 7 (ΜΚ-7)] παρουσιάζουν καλύτερη απορρόφηση και μεγαλύτερο χρόνο ημιζωής, σε σχέση με την Κ1, με αποτέλεσμα να σημειώνονται υψηλότερα επίπεδα στον ορό του αίματος και να παρουσιάζουν καλύτερη δράση. Επομένως, ο επαρκής εφοδιασμός των διαφόρων ιστών σε βιταμίνη Κ δεν εξαρτάται μόνο από την ποσότητα, αλλά και από το είδος της βιταμίνης που προσλαμβάνεται.
Η βιταμίνη Κ είναι κυρίως γνωστή για τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει στη φυσιολογική πήξη του αίματος, καθώς συμβάλλει στην παραγωγή λειτουργικών πρωτεϊνικών παραγόντων (προθρομβίνη, προκομβερτίνη κ.ά.) που συντίθενται στο ήπαρ και εμπλέκονται στον παραπάνω μηχανισμό. Έλλειψη βιταμίνης Κ αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο αιμορραγιών. Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας σε βιταμίνη Κ είναι το εύκολο μελάνιασμα, οι συχνές ρινορραγίες, η αιμορραγία των ούλων, η βαριά εμμηνορρυσία, και η παρουσία αίματος στα ούρα και/ή τα κόπρανα.
Ωστόσο, η βιταμίνη Κ είναι απαραίτητη και για την σωστή λειτουργία πρωτεϊνών που συντίθεται σε άλλους ιστούς, όπως η οστεοκαλσίνη (συντίθεται στους οστεοβλάστες) και η MGP (συντίθεται στο χόνδρο και τα τοιχώματα των αγγείων), οι οποίες εμπλέκονται στον μεταβολισμό των οστών. Η οστεοκαλσίνη είναι υπεύθυνη για την ενσωμάτωση του ασβεστίου στα οστά, ενώ η βασική λειτουργία της MGP είναι να εμποδίζει την εναπόθεση του ασβεστίου στις αρτηρίες.
Πολυάριθμες κλινικές μελέτες υποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα της βιταμίνης Κ2 στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης, ενώ φαίνεται ότι δρα συνεργικά με φάρμακα (διφωσφονικά) που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της. Η μέχρι τώρα έρευνα έχει δείξει ότι η Κ2 μειώνει σημαντικά την απώλεια της οστικής μάζας και τον κίνδυνο καταγμάτων σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση (ιδίως σε συνδυασμό με βιταμίνη D3 και ασβέστιο), σε πάσχοντες από Parkinson, Alzheimer, κίρρωση του ήπατος, νευρική ανορεξία, πρωτοπαθή χολική κίρρωση, άτομα που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, καθώς και σε άτομα που λαμβάνουν κορτικοστεροειδή ή το αντικαρκινικό οξική λεουπρολίδη.
Κλινικές έρευνες και μελέτες έδειξαν ότι η βιταμίνη Κ2, αλλά πιθανόν όχι η Κ1, εμποδίζει την ασβεστοποίηση των αρτηριών και τη δημιουργία αθηρωματικής πλάκας, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η βιταμίνη Κ2, σε in vitro και in vivo πειράματα, παρουσίασε αξιόλογη δράση έναντι διαφόρων μορφών καρκίνου, όπως προστάτη, ήπατος, μαστού κ.ά.
Σύμφωνα με το Institute of Medicine των ΗΠΑ, η συνιστώμενη ημερήσια δόση βιταμίνης Κ1 ανέρχεται στα 2mcg για βρέφη 0-6 μηνών, 2,5mcg για βρέφη 6-12 μηνών, 30mcg για παιδιά 1-3 ετών, 55mcg για παιδιά 4-8 ετών, 60mcg για παιδιά 9-13 ετών, 75mcg για τους εφήβους (14-18 ετών), και για τους ενήλικες (19 ετών και άνω) στα 90mcg για τις γυναίκες (περιλαμβανομένων των εγκύων και θηλαζουσών) και στα 120mcg για τους άνδρες. Οι παραπάνω δοσολογίες έχουν διαμορφωθεί με βάση τις απαιτήσεις του ανθρώπινου οργανισμού για εύρυθμη λειτουργία του ήπατος και παραγωγή λειτουργικών παραγόντων πήξης. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι απαιτούνται μεγαλύτερες ποσότητες βιταμίνης Κ ώστε να επιτευχθεί σωστή και ολοκληρωμένη παραγωγή λειτουργικών πρωτεϊνών που συντίθενται εκτός ήπατος, όπως η οστεοκαλσίνη και η MGP.
Άτομα που διατρέχουν κίνδυνο να εμφανίσουν έλλειψη βιταμίνης Κ είναι οι πάσχοντες από ηπατική ανεπάρκεια και παθολογικές καταστάσεις (απόφραξη χοληφόρων οδών, κοιλιοκάκη, ελκώδης κολίτιδα, κατά τόπους εντερίτιδα, κυστική ίνωση, σύνδρομο κοντού εντέρου, κ.ά.) που περιορίζουν σημαντικά την απορρόφηση των λιπών, καθώς και άτομα που ακολουθούν αντιπηκτική θεραπεία ή λαμβάνουν φάρμακα (χολεστυραμίνη, κολεστιπόλη, ορλιστάτη) ή ουσίες (π.χ. το υποκατάστατο λίπους olestra) που μειώνουν την απορρόφηση της βιταμίνης Κ. Επιπλέον, η εκτεταμένη χρήση αντιβιοτικών, τα οποία διαταράσσουν την ισορροπία της εντερικής χλωρίδας, η χαμηλή διαιτητική πρόσληψη και το προχωρημένο της ηλικίας αυξάνουν τον κίνδυνο έλλειψης βιταμίνης Κ. Επίσης, τα νεογέννητα παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης Κ, που μπορεί να οδηγήσουν στην αιμορραγική νόσο των νεογνών, γι’ αυτό και γίνεται συνήθως προληπτική χορήγηση της βιταμίνης στα βρέφη.
Αριθμός γνωστοποίησης στον ΕΟΦ 14526/5-2-20