Μελέτες έχουν δείξει ότι η καθημερινή κατανάλωση 3-5 φλιτζανιών καφέ, σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο διαβήτη και καρδιαγγειακών παθήσεων.
Σύμφωνα με νέα μελέτη διεθνούς ομάδας επιστημόνων, τα αυξημένα ποσοστά καφεΐνης στο αίμα, συνδέονται με μείωση του σωματικού λίπους και του κινδύνου ανάπτυξης διαβήτη.
Τα ευρήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη χρήση ροφημάτων με καφεΐνη για την αντιμετώπιση και των δύο καταστάσεων, τονίζουν οι ερευνητές, αν και απαιτούνται περαιτέρω έρευνες.
Σύμφωνα με νέα μελέτη διεθνούς ομάδας επιστημόνων, τα αυξημένα ποσοστά καφεΐνης στο αίμα, συνδέονται με μείωση του σωματικού λίπους και του κινδύνου ανάπτυξης διαβήτη.
Τα ευρήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη χρήση ροφημάτων με καφεΐνη για την αντιμετώπιση και των δύο καταστάσεων, τονίζουν οι ερευνητές, αν και απαιτούνται περαιτέρω έρευνες.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μεντελιανή τυχαιοποίηση (Mendelian randomization), δηλαδή γενετικές παραλλαγές ως υποκατάστατα ενός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου.
Ο παράγοντας κινδύνου που αξιολογήθηκε εν προκειμένω ήταν η καφεΐνη στο αίμα. Οι ερευνητές εξέτασαν κατά πόσον σχετίζεται με την παχυσαρκία και τον διαβήτη τύπου 2.
Οι ερευνητές εξέτασαν τον ρόλο δύο κοινών γενετικών μεταλλάξεων στα γονίδια CYP1A2 και AHR σε σχεδόν 10.000 ανθρώπους. Τα γονίδια αυτά σχετίζονται με την ταχύτητα μεταβολισμού της καφεΐνης στον οργανισμό.
Όσοι φέρουν γενετικές μεταλλάξεις που σχετίζονται με πιο αργό μεταβολισμό της καφεΐνης, καταναλώνουν κατά μέσον όρο λιγότερο καφέ. Εν τούτοις, έχουν υψηλότερα επίπεδα της ουσίας στο αίμα τους, απ’ ό,τι τα άτομα με την γενετική παραλλαγή που προκαλεί τον γρήγορο μεταβολισμό της.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως οι εθελοντές που ήταν γενετικά προγραμματισμένοι να έχουν αυξημένη καφεΐνη, είχαν κατά μέσον όρο χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και σωματικό λίπος. Διέτρεχαν επίσης μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, ο οποίος σχετίζεται με τα περιττά κιλά.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν στη συνέχεια την μεντελιανή τυχαιοποίηση για να διαπιστώσουν εάν ο μειωμένος κίνδυνος διαβήτη τύπου 2 οφειλόταν στο μειωμένο σωματικό βάρος ή στα αυξημένα επίπεδα καφεΐνης στο αίμα των εθελοντών.
Όπως διαπίστωσαν, η μείωση του σωματικού βάρους ευθυνόταν για το 43% του μειωμένου κινδύνου για διαβήτη τύπου 2.
Είναι γνωστό ότι η καφεΐνη επιταχύνει τον μεταβολισμό και την καύση λίπους, καθώς και ότι μειώνει την όρεξη.
«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι τα επίπεδα καφεΐνης μπορεί να εξηγούν την αντίστροφη συσχέτιση ανάμεσα στην κατανάλωση καφέ και τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2», σημειώνουν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύονται στην επιστημονική επιθεώρηση BMJ Medicine.